κορυζώδης — κορυζώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κορυζώδεις — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem acc pl κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζωδέων — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζώδεσι — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζώδεσιν — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
λεμφώδης — λεμφώδης, ῶδες (Α) [λέμφος] 1. κορυζώδης, μυξώδης 2. μτφ. (για πρόσ.) ηλίθιος, βλάκας … Dictionary of Greek